- φορίνη
- ἡ, ΜΑτο παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώωναρχ.1. το δέρμα ορισμένων ψαριών2. το κέλυφος τής χελώνας3. το ανθρώπινο δέρμα4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ-ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *ghwōr- τής ΙΕ ρίζας *ghwēr- «άγριο ζώο» (βλ. λ. θήρ, για το βραχύ φωνήεν τού τ. φορίνη, πρβλ. λατ. fĕrus) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. ενός επιθ. *φόρινος, κατά παράλειψη τού ουσ. σε φρ., όπως φορίνη χροιά ή φορίνη δορά, με σημ. «δέρμα άγριου ζώου» (για το επίθημα -ινος, -ίνη, πρβλ. πύξ-ινος, ῥητ-ίνη). Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bher- «στέκομαι ψηλά, κράσπεδο, άκρη» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. borkr και το γερμ. Borke με σημ. «φλοιός, κόρα, τσόφλι», τα οποία προέρχονται από ρίζα *bhreĝ- (επεκταμένη, με *-g-, μορφή τής ΙΕ ρίζας *bher-)].
Dictionary of Greek. 2013.